- τετράχρωμος
- -η, -ο, Ν(για εικόνες) αυτός που έχει τέσσερα χρώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. τρί-χρωμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στο περιοδικό Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετράχρωμος — η, ο (για εικόνες), αυτός που έχει τέσσερα χρώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετραχρωμία — η, Ν [τετράχρωμος] 1. (τυπογρ.) αναπαραγωγή εικόνων με τέσσερεις πλάκες από τις οποίες η καθεμιά αποτυπώνει στο χαρτί διαφορετικό χρώμα 2. η εικόνα που αποτυπώνεται με αυτόν τον τρόπο … Dictionary of Greek